- ὁλοσφύρητος
- -ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 Sir 50,9of solid beaten metal; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ολοσφύρητος — ὁλοσφύρητος, δωρ. τ. ὁλοσφύρατος, ον (Α) (για μεταλλική κατασκευή) ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σφυρήλατο μέταλλο («ὡς σκεῡος χρυσίου ὁλοσφύρητον», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφῦρα, μέσω ενός αμάρτυρου *ὁλοσφυρώ] … Dictionary of Greek
ὁλοσφύρητος — ὁλοσφύ̱ρητος , ὁλοσφύρητος made of solid beaten metal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσφύρατον — ὁλοσφύ̱ρατον , ὁλοσφύρατος made of solid beaten metal masc/fem acc sg ὁλοσφύ̱ρατον , ὁλοσφύρατος made of solid beaten metal neut nom/voc/acc sg ὁλοσφύ̱ρᾱτον , ὁλοσφύρητος made of solid beaten metal masc/fem acc sg (doric) ὁλοσφύ̱ρᾱτον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσφύρητον — ὁλοσφύ̱ρητον , ὁλοσφύρητος made of solid beaten metal masc/fem acc sg ὁλοσφύ̱ρητον , ὁλοσφύρητος made of solid beaten metal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοσφύρατος — ὁλοσφύρατος, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. ολοσφύρητος … Dictionary of Greek
ὁλοσφυρήτους — ὁλοσφῡρήτους , ὁλοσφύρητος made of solid beaten metal masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσφύρατοι — ὁλοσφύ̱ρατοι , ὁλοσφύρατος made of solid beaten metal masc/fem nom/voc pl ὁλοσφύ̱ρᾱτοι , ὁλοσφύρητος made of solid beaten metal masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)